ΤΗΝ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΕΝΙΑ ΟΨΗ ΣΟΥ ΠΟΥ ΔΡΑΚΟΙ ΑΙΩΝΟΒΙΟΙ ΣΜΙΛΕΨΑΝΕ ΜΕ ΤΗΣ ΑΝΑΣΑΣ ΤΟΥΣ ΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΟΧΤΥΠΗΜΕΝΩΝ ΚΑΡΑΒΙΩΝ ΤΟΝ ΚΟΠΟ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΗΣΑΝ ΣΕΦΤΑΣΦΡΑΓΙΣΤΑ ΑΜΠΑΡΙΑ ΤΙΣ ΚΟΡΕΣ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΣΟΥ ΠΟΥ ΟΜΟΙΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΔΕΙ ΚΙΟΛΟΙ ΝΟΜΙΖΑΝ ΨΕΜΑ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΩΝ ΜΑΛΛΙΩΝ ΣΟΥ ΠΟΥ ΑΛΧΗΜΙΣΤΕΣ ΠΑΙΔΕΥΤΗΚΑΝ ΑΙΩΝΕΣ ΝΑ ΤΟ ΦΤΙΑΞΟΥΝ ΤΙΣ ΜΠΟΥΚΛΕΣ ΠΟΥ ΣΟΥ ΕΓΝΕΣΑΝ ΙΕΡΙΕΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟ ΒΙΟΛΟΣΧΗΜΟ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΑΝ ΣΠΛΑΧΝΑ ΑΡΧΕΓΟΝΑ ΣΕ ΜΑΡΜΑΡΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΠΟΥ ΣΟΥΣΤΕΙΛΑΝ ΑΠΤΟΥ ΩΡΙΩΝΑ ΤΑ ΠΛΑΤΗ ΧΑΡΑΜΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΟΠΩΣ ΓΟΥΣΤΑΡΕΙΣ. ΜΟΝΟ ΧΑΡΑΜΙΣΕ ΤΑ ! Δ.Γ.Χ.
...με το που μπαίνω στο εικονικό σπιτικό μου, βλέπω την τελευταία μου ανάρτηση βαριά κι ασήκωτη, για να μην πω θλιβερή. Δεν μου αρέσει καθόλου !!!
Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε κι έχουν αλλάξει πολλά, φτιάχνω λοιπόν γρήγορα κάτι ανάλαφρο για τα καλωσορίσματα...
Ταξιδεύω...
με θάλασσα μου μοιάζει η ζωή με τις φουρτούνες και τις γαλήνες της
κύκλοι που κλείνουν και νέοι που ανοίγουν, άγνωστα νερά να προσμένουν ... την στολισμένη και καλαφατισμένη για το επόμενο ταξίδι...
...κι ένα τραγούδι του θέρους που αγαπάμε οικογενειακώς από τον καιρό ακόμα που οι γιαγιάδες και οι θειάδες με το ένα χέρι κράταγαν τις κοιλιές τους από τα γέλια και το άλλο μπροστά στο στόμα, μήπως και φανεί το γέλιο το πλατύ και τα πονηρά τα βλέμματα.
Πόσο εύκολα τραντάζονταν τα σώματα από τα χάχανα και δάκρυζαν τα μάτια !!!
Καλές ψαριές αγόρια και κορίτσια ;-)
Η Βαρβάρα του Π ΤΟΥΝΤΑ σατυρικό τραγούδι απο το μουσικό αρχείο του Ν ΣΔΡΕΓΑ.
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια
Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ' το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι
Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν' αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα 'ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
Μακρινές συναυλίες, οπάλινες σπίθες του πρώτου σπιτιού μας μες στη λαύρα του θέρους,
στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,
Θ' ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ' αχιβάδες και κάστρα
που βουβά παραστέκουν σ' όσ' αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
αυλακώνουν μ' αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,
Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι,
μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα και πόθο που λες πάει να σβήσει κι αποτόμως γυρεύει
ν' ανεβεί πιο ψηλά, να γκρεμίσει, να σπάσει, παραθύρια ν' ανοίξει, να φωνάξω, να κλάψει,
να ρημάξω, ν' αράξει, να σκιστεί, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,
περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ' αρβανίτικο χώμα,
Κι όπου φτάσει, αν φτάσει, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,
τροπικούς και πηγάδια θα διαβεί, ως να φέξει η αυγή η πλανεύτρα μ' άυλων Κούρδων κραιπάλη,
Ν' αγοράσει κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,
Στη μορφή μου να δέσει τη μορφή των πουλιών.